Στο δάσος. μέρα βροχερή.
Βρέχει. Βρέχει. Έπιασα το αυτοκίνητον εχτές να πάω βόλτα γιατί είχα 2 ώρες ελεύθερες τζιαι επήα στη φύση. Έν είχα τη δύναμη να περπατήσω πολλά μές τα πηλά τζιαι τα νερά, ετεμπέλιασα πλέον. Λλίον με τον Τταντήν τον Ττογιόταν, λλίον περπατητός.
Ξέφωτο στο δάσος. Γρανιτένιο τοιχούδιν. Δαμέ δεξιά εν χωράφιν βιολογικής καλλιέργειας, κοινόχρηστον για το χωρκόν.
Όποιος θέλει δηλώννει οτι θέλει κομμάτιν για το χρόνον, έρκεται τζιαι φυτεύκει λαχανικά με τα κοπελλούθκια του για να τους μάθει τί πάει να πεί Γή, προσπάθεια, αδρωπιά. Φυτεύκουν τομάτες, μαρούλια, κολοκούθκια. Αμαν εν καλός ο καιρός πάντα έσιει αυτοκίνητα πολλά τζιαι γονατιστούς Χτέρνιους μές τα αυλάτζια. Σήμμερα είμαι μόνος μου, τζιαι οι δρυοκολάπτες που ττακκουρούν ενοχλητικά ττζιαι τρυπούν τα δέντρα κάπου στο βάθος. Ηχώ. Μυρίζει το φρέσκο χόρτο, μυρίζουν τα φύλλα, οι κορμοί. Ευωδία απο αγριολούλλουδα, πασχαλιές, το χώμα που εξύπνησε.
Δέ ξέρω το όνομα σσου φυτόν. Το μόνον που ξέρω εν οτι είδα σε τζιαι έθελα πολλά να μεταμορφωθώ σε ζουζούνιν για να τρυπώσω μές το μίσχο σσου να ρουφήσω το δρόσον που τα πέταλλα. Έκατσα ώραν τζιαι εφαντάστηκα το.
Σπίτι στη μέση του δάσους. Κοντεύκω όπως τον κάττον. Είδα πλάσματα που το παράθυρον. Να φύω? Μα εν ωραία εικόνα, θέλω την. Βροχερή μέρα, τζάκια, αγάπες, ζιβανίες, μουσικές.
Εγώ έξω που το παιχνίδι στην κρυάδαν να φωτογραφίζω τη ιδυλλιακή ζωήν τους, σάν το μματάκιαν.
Ευτυχώς έν έφκηκεν κανένας με τα πιστόλλια.
Τούτη η δεντρούλλα είπεν μου πολλά μυστικά. Πρώτα πρώτα λαλεί:
"Δέχτου οτι Είναι. Δώσε Φωνήν σε όσα έπνιξες."
"..μα πώς??" -λαλώ της.
Αναστενάζει:
"είδες που τα κλωννιά μου επιάσασην το σχήμαν του ανέμου?
τζιαι τες πληγές του σσίφφουνα τζιαι του σιονιού στο σώμαν είδες τες?
Έν είμαι γλυτζιά, ελκυστική, έν με λιμπίζεσαι έτσι ζαβή που είμαι?"
Λικνίζεται τζιαι ακουμπά τα άνθη στο χορτάριν δίπλα μου:
"Εν που τους έδωσα φωνήν τούτων των πληγών που με ομορφήσαν έτσι.
Όσον επίκριζα τζιαι εκάχριζα, έν άθθιζα ποττέ μου, τζιαι τα κλωνιά εζαώνναν, εσαπίζαν.
Αρνούμουν να τα δώ κατάμματα, να τους μιλήσω, αντρέπουμουν που τα εκουβάλουν.
Τζιαι μιάν ημέραν που εκουράστηκα να τα μισώ, αρώτησα τα να μου πούν ήντα πονούν, τζιαι είπαν το παράπονον τους, εκλαφτήκαν, άκουσα τα. Τζιήνον ήταν, που τότε ομόρφησα δέ με!"
Έφυα χαμογελαστός.
Βράχε μου στον ποταμόν του δάσους πόσο σε έχω πεθυμίσει. Ολόκληρο χειμώναν εστέκουμουν πάς τη γέφυραν τζιαι εθώρουν σε να είσαι καλυμμένος πάγους τζιαι σιόνια. Επιτέλους, ξαναβρεθούμαστε. Θα έρκουμαι συχνά, να κάθουμαι πάνω σου βράχε γέροντα γλεπάτουρε του ποταμού, να ακούω πάλε την ακινησίαν του νερού τζιαι τους ερωδιούς που πετούν πάντα που αριστερά στα δεξιά.
Ξύλινη γέφυρα. Δαμέ εν wildlife reservation για εκατό τετραγωνικά χιλιόμετρα, προστατεύκουν κάτι σπάνια πουλιά τζιαι χελώνες, φυτά υδρόβια, τζιαι το δάσος. Η γέφυρες εν ξύλενες δια νόμου.
Αντίο δέντρα ανθισμένα. Πρόσκαιρη η ομορφιά σας.
Σχόλια
Υ.Γ. Γιατί να μεν ξαναφάεις παγωτό Παπαφιλίππου;; Εν τζιαμαί τζιαι περιμένει σε :)
Το παγωτόν απαγορεύεται ;0
Τζαι η βιολογική καλλιέργεια με τα μωρά.
Ούλλα πολλά όμορφα φίλε Διάσπορε...
Καλημέρα σου.
Η μέρα ολοκληρη ηταν μαγικη τελικά. Έπνασα, κατι άλλαξεν μεσα μου απο γκριζο σε υγρο μετα που τον περίπατο. Καλησπέρα σου.
ΕΝ πολλά ομορφα δακάτω. Μόνον το χειμώνα βασανίζει μας λίγο η φύση, αλλά έχει τη σοφία της κι αυτή!