Καβάλλα το βράχο
Επήα στο δάσος σήμερα να δώ ξανά τον αγαπημένο μου Βράχο. Νά τον.
Έσιει που το Νιόβρη να το δώ, ήταν χωσμένος κάτω που τα σιόννια.
Έν άλλαξεν τίποτε! Γκρίζος, πράσινος, παγωμένος, σκνιφός, ραγισμένος, λαμπερός όπου ο γρανίτης περιέχει χαλαζίαν. Στέκει δαμέ που τον τζιαρόν του τεράστιου παγετώνα που έλιωσεν, επλύμανεν τον τόπον τζιαι τον έφερεν κωλοσυρτόν που τα βουνά πρίν τόσες χιλιάδες χρόνια.
Φθίρεται τόσο σιγά σιγά που σίγουρα νομίζει εν αθάνατος, έτσι ξεκάρφωτος που κάθεται στην κορυφή του λόφου. Απέκτησεν σοφία χωρίς να το θέλει λόγω της τυχαίας του σχεδόν-αθανασίας. Παρατηρά τους περαστικούς να ζούν τες ζωές τους τζιαι να πεθανίσκουν κάθε λλίο. Τζιήνος χαμένος στη μοναξιάν του απλά θωρεί τους να περνούν. Κάθε μερικές εκατοντάδες χρόνια, συμπαθά κάποιον τζιαι βοηθά τον.
Μόλις με είδεν πρίν τρία χρόνια αγάπησεν με. Εφώναξεν μου να κάτσω πάνω του, να τον χαϊδέψω, είπεν μου να νιώσω με τα δάκτυλα όσπου να Δώ τον εαυτόν μου στον καθρέφτην του.
Εκαρτέραν με υπομονετικά ο Βράχος είπεν μου, (άκου τωρά ναρκισισμόν ο Διάσπορος) να γεννηθώ σε καταστάσεις πολέμου, να μεγαλώσω στην Κύπρον του '80, εκαρτέραν να γινώ μωρόν ευαίσθητον που πειράζεται εύκολα που το περιβάλλον του, έξερεν οτι ρουφώ την ενέργειαν τους άλλους εύκολα τζιαι εννα γεμώσω πίκραν μπόλικην στη ζωή μμου, είδεν με να μαθαίννω μουσικήν για παρηορκάν, έξερεν οτι ήταν να θέλω πάω Χτερνία για να σπουδάσω για να μείνω, επαρακάλαν να παντρευτώ Χτερνέζαν, να γοράσουμε σπίτιν στην πόλη κοντά στο δάσος, εκαρτέραν να ανακαλύψω το μονοπάτιν τούτο για να τον Δώ να στέκεται σάν το αρχαίο ζώο σ' ένα ξέφωτο γεμάτο φύλλα ψοησμένα τζιαι ψηλά δέντρα, τζιαι ορχιδέες κότσιηνες. Εκαρτέραν με υπομονετικά να τον αναγνωρίσω συμβολικά τζιαι να κάμω μεταφοράν (transference) όσων κουβαλώ μέσα μου πάνω του. Έξερεν οτι θα τον κλωθογυρίζω όπως το σαμάνον μές τη ζούγκλαν για να δκιεβάσω τα σύμβολα του με την μανίαν κάποιου που θέλει να ζήσει.
Βράχε, ήρτα πάλε τζιαι φέτος να σε δώ.
Γιατί με εκαρτέρας τόσα χρόνια, τί θέλεις που μένα?
Διω σου πολλούς γυρούς σήμμερα, ζαλίζουμαι, εφαντάστηκα σε να καταλλιέσαι να γίνεσαι σκόνη τζιαι να λυτρώννουμαι που όσα συμβολίζεις. Φαντάζουμαι να φεύκω που το δάσος γονατιστός τζιαι να σε κουβαλώ πάς τη ράσιη μμου, ή σάν το κόσμημαν δεμμένο στο λαιμό. Θέλω να εχωρούσες μές την πούγκαν μου να σε πάρω να σε δείχνω σε όποιον του συστήννουμαι, αντί για χειραψία: "Γειά σου, είμαι ο Διάσπορος, τζιαι τούτος εν ο Βράχος μου, κοίταξε με, είμαι τζιαι γώ αθρωπάκος με ψυσιήν τζιαι σκέψεις, προβληματισμούς, παράπονα, ήθος, μετάνοιες, μικρότητες, αδυναμίες σάν τζιαι σένα. Είμαστεν το ίδιο, ρίξε τες άμυνες, αγάπα με."
Σχόλια
Ούλλοι περνούμε, τούτος εν να μείνει να περιμένει, πάντα, ούλλους τους επόμενους.
Νιώθεις το αμα τον χαϊδέψεις πόσον αρχαίος εναι τζιαι πόσα είδαν τα μμάθκια του.. Είσιεν φυλές πρωτόγονες τζιαμαί λαλούν, πρίν 10Κ χρόνια.
Περιμένει το τέλος του τζιαι θωρεί μας.
Ναί! Αυτό είναι. Μένει πίσω. Αυτή η σοφία/κατάρα, κοστίζει του.
kati tethkio mou thimizi o vraxos sou...
Όι εν το ξέρω το παραμύθιν του. Αν μιλά για βράχους πρέπει να το έβρω. Εδκιάβασα ποιήματα του που θέλω να μελοποιήσω ομως.
oson gia ta poiimata tou - an kataferis potte na ta melopoiisis enna ithela polla na ta akousw.
y.g. fotografies tou Walden evales sto blog sou? elpizw na paw episkepsi ton Iouli.
ναι, εβαλα σε τούντο post:
http://diasporos.blogspot.com/2008/10/blog-post_21.html
είσαι πολλά νάρκισσος τελικά :-)
Έκαμες τούτον τον βράχον,
Βράχον Σου.
Έδωσες του ταυτότητα τζιαι όνομα.
Είσαι πολλά πλούσιος Διάσπορε.
Καταφέρνεις τζιαι κάμνεις τα ούλα δικά σου.
Έν το μυστικόν της ζωής να αγκαλιάζουμε όσα όμορφα πράματα μπορούμε τζιαι να τα καλούμε να μας μιλήσουν σάν αδέλφια μας.
Μπορεί εν επειδή έν έχω πια πατρίδα που μου εγεννήθηκε η ανάγκη τζιαι το ένστικτο να κοντεύκω τα Ωραία τζιαι να τα θέλω κοντά μου, να τους διώ όνομαν τζιαι ύπαρξη, να τα προσέχω, αλλά ο μόνος τρόπος να κάμεις ρίζες είναι να αγκαλιάσεις το περιβάλλον σου. Αμα καταφέρω να αγαπώ τζιαι να το δώ οτι με αγαπά πίσω, σημαίνει έφτασα τζιαμε που θέλω..