Φορώ, πάλε, του γλύπτη το κατασχισμένον το πουκάμισον το πράσινον το πολλοτριμμένον π' άφηκα πέρσυ μές τ' αρμάριν τζ' ήβρα το να με καρτερά πλυμμένον, ανυπόμονον, του μαραζιού του περσινού πουκάμισον πον πάς τους νώμους μου νάκκο σφιχτόν τζιαι ξοβαμμένον τζιαχαμέ που τό' φαν τρίψε τρίψε η πέτρα τζι ο νήλιος του καλοτζιαιρκού. Τζειμέσ' τ' αρμάριν πό' κατσεν τζι επέρασεν σιειμώναν μόνον του κρεμμάμενον στα σκοτεινά, εσκέφτειν το μαράζιν, εξέρασεν το, εξιμάρησεν, επλύθθηκεν, τζι εντύθηκεν -καμαρωτός γαμπρός- να καρτερά να έρτω πάλε, εγιώ η νύφφη του, να το φορήσω. Τζιαι μές τη μπλού τη σίκλαν μου του χτίστη τζοιμούνται μήνες τα εργαλεία μου του καταλύτη πετροφά. Ξυπνώ τα. Μιάν εφτομάδαν πελεκώ τες ασπρόπετρες. Με την ανατολή, ξυπνώ, τζιαι παίζω των μωρών μου, τζιαι γλέπω την Αγάπη μμου. Το μεσομέρι γίνουμαι ο Δράκος, ζώννουμαι 'ργαλεία, χάννουμαι μές τον κόσμο μμου τον πλούσιον π' άκρην έν έσιει, τζι ώς το δείλις με τη θέλησην ...